ἐθελόπορνος

ἐθελόπορνος
ἐθελό-πορνος, ον,
A voluntary catamite, Anacr.21.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εθελόπορνος — ἐθελόπορνος, ον (Α) ἡ ἐθελόπορνος αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία …   Dictionary of Greek

  • ἐθελοπόρνοισιν — ἐθελόπορνος voluntary catamite masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κἀθελοπόρνοισιν — ἐθελοπόρνοισιν , ἐθελόπορνος voluntary catamite masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”